-
1 κατα-φράζω
κατα-φράζω (s. φράζω), erzählen, τὸ σαφανὲς κατέφρασεν Pind. Ol. 11, 55. – Gew. pass., überlegen, erwägen, δίκην καταφράζεσϑε Hes. O. 248; bemerken, καταφρασϑεὶς αὐτὸν τοῦτο ποιοῦντα Her. 4, 77; Sol. frg. 1, 38; Sp.
1 κατα-φράζω
κατα-φράζω (s. φράζω), erzählen, τὸ σαφανὲς κατέφρασεν Pind. Ol. 11, 55. – Gew. pass., überlegen, erwägen, δίκην καταφράζεσϑε Hes. O. 248; bemerken, καταφρασϑεὶς αὐτὸν τοῦτο ποιοῦντα Her. 4, 77; Sol. frg. 1, 38; Sp.